- παρακομίζοντες
- παρακομίζωescortpres part act masc nom/voc plπαρακομίζωescortpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακομίζω — Α 1. οδηγώ κάποιον, συνοδεύω 2. μεταφέρω («ἐν τοσαύταις ἡμέραις τὴν Λητὼ παρεκόμισαν ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον», Αριστοτ.) 3. προσκομίζω («τί δῆτα ἀδικέουσι οὗτοι ἡμῑν σιτία παρακομίζοντες;», Ηρόδ.) 4. παίρνω, δέχομαι 5. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek